- σιδηροπαγές σκυρόδεμα
- армиран бетон
Грчко-македонскиот речник (Έλληνες-Μακεδονική λεξικό). 2014.
Грчко-македонскиот речник (Έλληνες-Μακεδονική λεξικό). 2014.
μπετόν — και μπετό, το άκλ. 1. δομικό υλικό από τσιμέντο, αμμοχάλικο και νερό, το σκυρόδεμα 2. μτφ. α) (για πρόσωπα) σκληρός, αλύγιστος β) (για πράγματα) καθετί το ανθεκτικό 3. φρ. «μπετόν αρμέ» σιδηροπαγές σκυρόδεμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. beton < λατ.… … Dictionary of Greek
σιδηροπαγής — ές, Ν 1. σιδηρόδετος, ενισχυμένος με σιδερένιο οπλισμό 2. φρ. «σιδηροπαγές σκυρόδεμα» ενισχυμένο σκυρόδεμα, μπετόν αρμέ. [ΕΤΥΜΟΛ. < σιδηρο * + παγής (< θ. παγ τού πήγνυμι), πρβλ. χρυσο παγής] … Dictionary of Greek
πάτωμα — το [πατώνω] 1. η πράξη τού πατώνω, η κατασκευή πατώματος 2. το φθάσιμο, το ακούμπημα τών πελμάτων τών ποδιών στον βυθό, στον πυθμένα φυσικής ή τεχνητής κοιλότητας με νερό 3. το δάπεδο και μάλιστα το κατασκευασμένο με σανίδες 4. κάθε όροφος… … Dictionary of Greek